ονειροσκοπία

ονειροσκοπία
η [ονειροσκόπος]
η πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων με την ερμηνεία τών ονείρων, ονειρομαντεία
2. ονειρολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ονειροσκοπικός — ὀνειροσκοπικός, ή, όν (Μ) [ονειροσκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ονειροσκόπο ή στην ονειροσκοπία ή αυτός που αρμόζει στην ερμηνεία τών ονείρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”